κλωστήριο

κλωστήριο
το (AM κλωστήριον) [κλωστήρ]
νεοελλ.
εργοστάσιο ή βιομηχανία όπου κατασκευάζονται νήματα
μσν.-αρχ.
κλωστή, νήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλωστήριο — το νηματουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβακοκλωστήριο — το κλωστήριο, νηματουργείο βάμβακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ( άκι) + κλωστήριο. Η λ., στον λόγιο τ. βαμβακοκλωστήριον, μαρτυρείται από το 1887] …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόντνο — Πόλη (308.900 κάτ. το 1999) της Λευκορωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιοχής. Είναι χτισμένη και στις δύο όχθες του ποταμού Νέμαν. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά το 1183. Το 1376 την κατέλαβε ο Λιθουανός πρίγκιπας Βίτοφτ και το 1569 οι Πολωνοί …   Dictionary of Greek

  • Μασκάνι, Πιέτρο — (Pietro Mascagni, Λιβόρνο 1863 – Ρώμη 1945). Ιταλός συνθέτης. Αρχικά ο πατέρας του τον προόριζε για κλασικές σπουδές, ωστόσο ο Μ. αφοσιώθηκε στη μουσική (πιάνο, άρπα, σύνθεση) και επιχείρησε από νεαρή ηλικία (1879 80) συνθέσεις θρησκευτικών έργων …   Dictionary of Greek

  • Τάμπερε — Πόλη (170.000 κάτ.) της Φινλανδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας στο κυβερνείο Χιάμε, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Κοκεμιάεντόκι. Είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της Φινλανδίας, μετά το Ελσίνκι, από πληθυσμιακή αλλά και από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”